Prospero Gallinari πάντα παρών! (Ρέτζιο Εμίλια, 1/1/1951 – 14/1/2013)

PROSPERO GALLINARI
[Ρέτζιο Εμίλια 1/1/1951 – 14/1/2013]
ΠΑΝΤΑ ΠΑΡΩΝ!

[…] Ήμασταν σε πόλεμο, όπως εκείνοι οι δυστυχισμένοι φαντάροι που επιστρατεύονταν και στέλνονταν στο Βιετνάμ. Τέτοια ήταν η σύγκρουση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Όλα ξεκίνησαν από το εργατικό κίνημα. Στις διαδηλώσεις μας για μια καλύτερη κοινωνική κατάσταση, ενάντια στην ανεργία, το Κράτος απάντησε με την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής και ξυλοδαρμούς. Οι αντιδραστικές δυνάμεις απάντησαν με τη σφαγή της πιάτσα Φοντάνα. Σε εκείνο το σημείο, από τη μεριά μας, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό από το να απαντήσουμε ένοπλα. Μια κυριολεκτική κήρυξη πολέμου […]

Τέλος μιας ιστορίας. Η Ιστορία συνεχίζεται…

Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Πρόσπερο Γκαλινάρι, αυτού του ξεχωριστού κομμουνιστή από την κόκκινη Εμίλια, κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ιταλία, από τις μιλανέζικες εκδόσεις PGreco, μια νέα εμπλουτισμένη επανέκδοση της αυτοβιογραφίας του “Ένας αγρότης στη μητρόπολη. Αναμνήσεις ενός αγωνιστή των Ερυθρών Ταξιαρχιών”, η οποία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διάδοση [Αθήνα, 2015].

H Επανάσταση είναι ένας ανθός που δεν πεθαίνει…

Στη Μνήμη του, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε την Εισαγωγή σ’ αυτήν την επανέκδοση, γραμμένη από τους συντρόφους & τις συντρόφισσες του. Πρόκειται για ένα πολύτιμο συλλογικό κείμενο, συνοπτικό και πυκνό, γραμμένο δέκα χρόνια μετά το θάνατο του “Gallo”, με πολιτική ειλικρίνεια, συντροφική ανθρωπιά και το βλέμμα στραμμένο εκεί που στόχευε πάντα και εκείνο αυτού του ξεχωριστού αγρότη στη μητρόπολη: στην επαναστατική προοπτική.

Αυτή η χρήσιμη επανέκδοση στα ιταλικά περιέχει και δυο συλλογικά κείμενα της δεκαετίας του 1990, με την υπογραφή του Πρόσπερο και άλλων πολιτικών κρατούμενων – πρώην μελών της επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης που σημάδεψε όσο λίγες την Ιστορία του ευρωπαϊκού “σύντομου 20ου αιώνα”, τα οποία θα μεταφραστούν προσεχώς στα ελληνικά και θα δημοσιευθούν στο prolprot.espivblogs.net

Πρόκειται για δύο απολογιστικά κείμενα, γραμμένα σε περιόδους προγενέστερες της συγγραφής και της έκδοσης της βιογραφίας του. Το πρώτο, με τον τηλεγραφικό τίτλο “Για τα χρόνια του Εβδομήντα” γράφτηκε στη ρωμαϊκή φυλακή Rebibbia το Γενάρη του 1994, ως μια συμβολή στην εκδήλωση που είχε διοργανώσει το Circolo Valerio Verbano με αφορμή την έκδοση του Franco Ottaviano: “Η επανάσταση μέσα στο λαβύρινθο” [“La rivoluzione nel labirinto”] (εκδ. Rubbettino, Μεσίνα. 1993). Το δεύτερο, συντάχθηκε μ’ αφορμή τη συμπλήρωση της πρώτης εικοσαετίας από την απαγωγή του Άλντο Μόρο και δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα il manifesto στις 20/3/1998 με τιτλο “Οι ερωτήσεις της ιστορίας” [“Le domande della storia”].

Στη Μνήμη του, αναδημοσιεύουμε επίσης και το κείμενο της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας ΠΡΟΣΠΕΡΟ ΓΚΑΛΙΝΑΡΙ: ΠΑΡΩΝ! που δέκα χρόνια μετά τη συγγραφή και δημοσίευση του, μεταφράστηκε στα ιταλικά και στάλθηκε ώστε να διαβαστεί -μαζί μ’ ένα σύντομο Προλεταριακό Χαιρετισμό από την Αθήνα– στην Εκδήλωση “Μεταξύ Παρελθόντος και Παρόντος“, για τη Bιβλιοπαρουσίαση αυτής της επανέκδοσης, η οποία θα πραγματοποιηθεί στη Ρώμη σήμερα Σάββατο 14 Γενάρη 2023 στο αυτοδιαχειριζόμενο κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο Ex Snia και συνδιοργανώνεται από τη συνέλευση της κατάληψης, την πολιτική ομάδα Μilitant και τη συνέλευση του κατειλημμένου χώρου DeLolis Underground που στεγάζεται στη φοιτητική εστία του πανεπιστημίου La Sapienza.

“Fine di una storia. La Storia continua…
La Rivoluzione e’ un fiore che non muore…
Ciao Prospero.”

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Γενάρης 2023

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ

Δέκα χρόνια πριν, στις 14 Γενάρη του 2013 πέθανε στην Ρέτζιο Εμίλια ο Πρόσπερο Γκαλινάρι. Χτυπημένος από το τελευταίο και μοιραίο καρδιακό επεισόδιο βρέθηκε κοντά στο σπίτι του, πεσμένος πάνω στο τιμόνι του αμαξιού του. Τελούσε σε καθεστώς κατ’ οίκον περιορισμού για λόγους υγείας. Όπως κάθε μέρα πήγαινε στην εταιρεία, όπου του είχε δοθεί άδεια εργασίας και δούλευε, εκτελώντας χρέη εργάτη.

Στην κηδεία του παραβρέθηκαν πολλά άτομα. Παλιοί στρατευμένοι των Κόκκινων Ταξιαρχιών [Brigate Rosse (ΒR)], ηλικιωμένα στέλεχη του ιταλικού επαναστατικού κινήματος, πολλοί από την Εμίλια που τον είχαν γνωρίσει στα νιάτα του και πάρα πολλοί νεολαίοι που είχαν μάθει να τον σέβονται, ακούγοντας τις συνεντεύξεις και διαβάζοντας το βιβλίο με τις αναμνήσεις του που τιτλοφορείται Ένας αγρότης στη μητρόπολη.

Έμοιαζε και ήταν όντως μια κηδεία από άλλους καιρούς. Μια μαρτυρία ενότητας και μια ευκαιρία για να δεθούν μαζί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στη μνήμη ενός ανθρώπου, η ακεραιότητα του οποίου υπήρξε απολύτως αδιαμφισβήτητη. Ήταν ένα γεγονός που ενόχλησε αρκετά. Ακολούθησε ένα καταιγισμός από καταδικαστικές δηλώσεις ενώ ασκήθηκαν μέχρι και διώξεις. Μα πως στάθηκε δυνατό έστω και να φανταστούμε ότι θα μπορούσαμε να θάψουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτόν τον νεκρό; Στη χώρα μας, υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα κάνουμε. Ν’ ανοίγουμε το κολασμένο τσουκάλι της ιστορίας, όπως το έλεγε ο Μαρξ, μπορεί να είναι επικίνδυνο.

Πράγματι, η ιστορία είναι ένα πεδίο μάχης με διπλή έννοια, ως το πεδίο της πάλης μεταξύ των τάξεων, τόσο κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της όσο και στην εκ των υστέρων ανακατασκευή της. Αυτός ο ισχυρισμός, ή αν θέλουμε αυτή η ωμή αλήθεια, εκδηλώνεται -με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο- όταν γίνεται λόγος για τα ιταλικά χρόνια του Εβδομήντα. Με την απόσταση αρκετών δεκαετιών, φαίνεται ξεκάθαρη η πολιτική σημασία και η κοινωνική ευρύτητα της σύγκρουσης που παράχθηκε ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη μπουρζουαζία. Όχι όμως τυχαία, μετά απ’ όλο αυτόν τον καιρό, οι πολεμικές μαίνονται ακόμα, χωρίς να λείπουν τα χτυπήματα, ανεβάζοντας στη σκηνή πάντοτε το ίδιο τροπάριο: η άρνηση -από πλευράς της κυρίαρχης τάξης- παραδοχής του γεγονότος ότι η εξουσία της τέθηκε υπό αμφισβήτηση από μια νέα γενιά κομμουνιστών, ριζωμένη στη κοινωνία, προτιθέμενη να δώσει μια χειροπιαστή έννοια στη λέξη επανάσταση.

Πρόκειται για έναν επαναλαμβανόμενο εξαναγκασμό. Μια εμμονή που ενίοτε, όπως στην περίπτωση της λεγόμενης παρασκηνιολογίας [dietrologia], αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου. Αλλά δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε. Πρόκειται για κάτι που ανταποκρίνεται σε μια βαθύτερη ανάγκη της μπουρζουαζίας, ν’ αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως οικουμενική τάξη και ως την τελευταία λέξη της ιστορίας. Η αθλιότητα, οι πόλεμοι και οι φασισμοί που το κοινωνικό σύστημα της παρήγαγε και εξακολουθεί να παράγει, δεν μετράνε. Η αστική τάξη εκθέτει περήφανη τα συντάγματα της, αδιάφορη για τις εξόφθαλμες αντιθέσεις ανάμεσα στα λόγια και τα έργα της. Φυσικά, το παιχνίδι τινάζεται στον αέρα όταν οι καταπιεσμένοι αποκτούν συνείδηση της πραγματικής συνθήκης τους, θέτοντας υπό αμφισβήτηση -με τρόπο ορθολογικό και οργανωμένο- την κεφαλαιοκρατία. Συνέβη πολλές φορές και θα συμβεί ξανά. Γι’ αυτό είναι χρήσιμη η ανάγνωση του Ένας αγρότης στη μητρόπολη. Γιατί είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε μέχρι τέλους μέσα στην τάξη του. Γιατί είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας μιας τάξης που -γνωρίζοντας πως να κρατάει δεμένα τα κομμάτια της- εξαπέλυσε και υπερασπίστηκε παράτολμες προκλήσεις, έτοιμη πάντοτε ν’ αρχίσει από την αρχή.

Εδώ, έχει νόημα να ειπωθεί κάτι για τον Πρόσπερο Γκαλινάρι. Η φύση στάθηκε μαζί του γενναιόδωρη, του έδωσε θάρρος, υπομονή, γνώση και θέληση. Ως τίμημα, μετά τα τριάντα του, απώλεσε λίγη από την υγεία του. Όμως τα εμφράγματα και τα ισχαιμικά δεν είχαν γονατίσει αυτόν τον Εμιλιάνο, από την κάτω Εμίλια. Διατηρούσε -χωρίς κόπο, ενστικτωδώς- την καλή του διάθεση. Μέσα από εκείνον, η τήρηση της συνέπειας έμοιαζε κάτι το απλό και ολοκληρωμένο. Δεν ήταν πεισματάρικη επιμονή. Δεν ήταν θρασεία έπαρση. Στον Πρόσπερο Γκαλινάρι, η σταθερότητα των τρόπων και των ιδεών αποκτούσε το νόημα της, μέσα από μια επιλογή που είχε γίνει μια για πάντα. Χωρίς μεταμέλειες. Χωρίς ελαφρότητες. Με τη μακρά πνοή του αγρότη και τη στεγνή ευθύνη του κομμουνιστή.

Πρόκειται για παραδειγματικά χαρακτηριστικά. Σήμερα είναι δόκιμο να το υπογραμμίζουμε, ενώπιον της πορείας μιας ζωής που βρίσκεται σμιλεμένη μέσα στο πλατύ πλινθόχτιστο της ταξικής πάλης. Ο Γκαλινάρι είχε γεννηθεί σε μια φτωχή οικογένεια και άρχισε να δουλεύει πολύ μικρός. Είχε μεγαλώσει με το μόχθο και την ικανοποιήση του ψωμιού που κατακτιέται από τα ίδια του τα χέρια. Όμως, σ΄ εκείνο το σπίτι και σ’ εκείνο το δικό του Ρέτζιο των χρόνων του Πενήντα, είχε διδαχθεί μια ανώτερη υπερηφάνεια. Εκείνη του συνειδητού προλεταριάτου. Εκείνη μιας δυνητικά διευθύνουσας τάξης, η οποία μέσα στο σύστημα του Τολιάτι, έβλεπε στην Κόκκινη Εμίλια τους πρώτους καρπούς της αντιφασιστικής μάχης, σφυρηλατώντας το οικοδόμημα του ιταλικού δρόμου προς το σοσιαλισμό.

Έλαχε στη μοίρα του Γκαλινάρι -και πολλών άλλων σαν κι εκείνον- να πρέπει να θέσουν υπό συζήτηση τα πάντα. Υπήρξαν σχίσματα, ρήξεις, αλληλοκατηγορίες και απογοητεύσεις. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα [Partito Comunista Italiano (PCI)] φάνταζε καθυστερημένο και διστακτικό μπροστά στο ρήγμα του 1968. Ένας ολόκληρος κόσμος χτύπαγε τις πόρτες του ευρωπαϊκού νεοκαπιταλισμού, ζητώντας αρκετά περισσότερα από ισότητα, ζητώντας απλώς την επανάσταση.

Ήταν πραγματικά μια ξεκάθαρη αποκοπή, η οποία παρέμεινε -μαζί με το προηγούμενα εφόδια- η προσωπική κληρονομιά του Πρόσπερο, κάτι που γινόταν εντελώς ξεκάθαρο, μέσα από τον ίδιο τον τρόπο της ύπαρξης του. Μπορούμε να σιχαινόμαστε τον γραφειοκράτη χωρίς να κηρύττουμε την απουσία της πειθαρχίας. Μπορούμε ν’ αντιπαρατεθούμε με την υποκρισία χωρίς να καταφεύγουμε στον ατομικισμό. Το σχολείο του κομμουνισμού της Εμίλια, με τα ευρύτερα θερμόμετρα του, δεν αποκηρύχθηκε ποτέ από τον Gallo, ο οποίος αποστρεφόταν αυθόρμητα τους σεχταρισμούς και τις εξτρεμιστικές μανίες της μικροαστικής τάξης. Όμως η αναγκαιότητα των ρήξεων, της γνώσης να βαδίζουμε, ακόμα και όντας λίγοι, να πηγαίνουμε αντίθετα στο ρεύμα, έμεινε σ’ εκείνον πάντοτε σε εγρήγορση, θρέφοντας μια ιδέα της πρωτοπορίας, που είχε τη γεύση μιας μοίρας που γινόταν αντιληπτή και αποδεκτή.

Όχι τυχαία, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι έφερε όλη την αποφασιστικότητα του μέσα στις Kόκκινες Ταξιαρχίες. Σ’ αυτήν την οργάνωση συνέβαλε με το σύνολο των πεποιθήσεων του: με την έννοια του κόμματος, με την αντάρτικη αντίληψη και την ηθική μιας γενιάς που σκεφτόταν με τρόπο διεθνή και δεν φοβόταν να κόψει πίσω της τις γέφυρες. Δίχως άλλο, οι BR ήταν για εκείνον ένα σκληρό εργαλείο μέσα σε μια ριζική μάχη. Αποτελούσαν όμως και μια κοινότητα ανδρών και γυναικών, ενωμένων από μια επιλογή ζωής, η οποία έμπαινε κάθημερινά σε δοκιμασία. Η αλλαγή μιας πινακίδας σ’ ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, η συμμετοχή στην απαγωγή του Άλντο Μόρο, η συγγραφή ενός πολιτικού ντοκουμέντου ή το καθάρισμα του κελιού μιας ειδικής φυλακής, ήταν καθήκοντα που αναλάμβανε με την ίδια αντιρητορική, συχνά πυκνά ειρωνική, αφοσίωση. Ήταν σε θέση να διδάσκεται και να το αποδέχεται χωρίς καμία δυσκολία, από κάποιον σύντροφο πιο άπειρο από εκείνον. Ήταν σε θέση να τον βοηθήσει με μια άξαφνη ευαισθησία, μαντεύοντας την ανθρώπινη πλευρά του προβλήματος.

Δεν υπερβάλουμε. Στον Γκαλινάρι δεν αρέσαν οι υπερβολές. Μιλάμε μονάχα για τον άνθρωπο, τον στρατευμένο, τον ταξιαρχίτη. Στις Κόκκινες Ταξιαρχίες έδωσε όλο του το είναι, με τη φυσικότητα που εκτελούνται τα βασικά καθήκοντα. Ακολούθησε ολόκληρη τη διαδρομή. Αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό. Άπέφυγε να κρατήσει κάθε εύκολη απόσταση.

Γιατί εκείνος, όπως και πάρα πολλοί άλλοι επαναστάτες πριν από εκείνον, ήρθε αντιμέτωπος με την ήττα και ήταν ακριβώς μέσα στην ήττα που ο Πρόσπερο επέδειξε τις ιδιαίτερες αρετές του. Δεν καλλιέργησε απεχθείς πρόσωποκεντρισμούς. Δεν αρνήθηκε τη συζήτηση με όποιον αγνοούσε το ιδιαίτερο πλαίσιο των χρόνων του Εβδομήντα. H δική του αγωνία συμπυκνωνόταν στην αυθεντική μετάδοση μιας κληρονομιάς εμπειριών στις νέες γενιές. Γι’ αυτόν το λόγο -με την απουσία κάθε θυματοποίησης που τον χαρακτήριζε- ενθάρρυνε μέσα στα κινήματα μια μάχη για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων. Γι’ αυτόν το λόγο -με την απόσταση που τον χώριζε από κάθε πρωταγωνιστισμό- εξήγησε, όπου του στάθηκε δυνατό, το νόημα μιας ιστορίας που λασπωνόταν από τα χτυπήματα των παρασκηνιολογιών, των κατευθυνόμενων παραποιήσεων και των κραυγαλέων ή πιο λεπτεπίλεπτων σχηματοποιήσεων.

Ναι, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι ήταν ένα κομμουνιστής που -για να το πούμε με βαριές κουβέντες- ήξερε να σέβεται την έμφυτη ανωτερότητα της ιστορίας. Ήξερε όμως και ότι αυτός ο ορίζοντας δεν περιέχει ένα εξασφαλισμένο αίσιο τέλος και όλη του τη ζωή την έθεσε στην υπηρεσία μιας πρόκλησης που έπρεπε -φόρα τη φορά- να τεθεί, μέσα στα πάντοτε διαφορετικά πειράματα της συλλογικής δράσης.

Ας μιλήσουμε τέλος για το βιβλίο. Ο αναγνώστης του Ένας αγρότης στη μητρόπολη βρίσκεται ενώπιον μιας στοχασμένης ακολουθίας αναμνήσεων. Πρόκειται για αναμνήσεις κυρίως πολιτικές. Δεν λείπει όμως και η προσοχή στα πράγματα της ζωής, στις πάμπολλες σημασίες της καθημερινής ύπαρξης. Δεν πρόκειται απλώς για τη λύπη του στρατευμένου ή του φυλακισμένου για τη στέρηση των προσωπικών αισθημάτων, των χρωμάτων και των ήχων του κόσμου. Πρόκειται για τη σχέση με τη γη και τον αέρα, της σχέσης με την εναλλαγή των εποχών, εκείνου του κριτηρίου που είχε κληρονομήσει από τη συλλογική χειρωνακτικότητα της αγροτικής εργασίας. Στον Γκαλινάρι, όλα αυτά ήταν ριζωμένα στη ψυχή του, κάτι που δεν απώλεσε -σε καμία περίπτωση- κατά την διάρκεια του ταξιδιού του μέσα στη μητρόπολη. Αυτό που προέκυπτε ήταν μια ξεχωριστή ειλικρίνεια. Μια ειλικρίνεια, διόλου αφελής, την οποία ο αναγνώστης θα συναντήσει μέσα στις σελίδες του, εκεί όπου ο άνθρωπος, ο στρατευμένος και ο πολιτικός διευθύνοντας καταφέρνουν να συνομιλούν χωρίς παρωπίδες και ναρκισισμούς, με μια γλώσσα καθαρή και ειλικρινή που καθιστά αυτή τη μνήμη σε πολύτιμη, παραδίδοντας την στην ιστορία.

Πολύ συχνά γίνεται λόγος, και ορθά, για τα όρια και τους κινδύνους της αναμνησιολογίας. Για τις Β.R υπάρχει πολύ μεγάλη, ίσως υπερβολική, εξαιτίας και του γεγονότος ότι η απαγόρευση που κηρύχθηκε από την κυρίαρχη τάξη ως προς την ιστορική-πολιτική συζήτηση προσέδωσε στη διήγηση, στην ατομική αναφορά, στο λίγο ή πολύ αληθές αφήγημα των βιωμένων εμπειριών, ένα συμπληρωματικό -όχι πάντοτε θετικό- ρόλο. Μονάχα τώρα μερικοί ιστορικοί αρχίζουν να τίθενται σε κίνηση με τις ελάχιστες δόσεις επάρκειας. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται αντιληπτή η έλλειψη μιας γενικής ματιάς, μιας πολύπλοκης ματιάς ικανής να συνδέσει την ιστορία της ένοπλης πάλης με το ευρύτερο πλαίσιο των ιταλικών και ευρωπαϊκών ταξικών αγώνων των χρόνων του Εβδομήντα, καθώς επίσης και με τη γενικότερη ιστορία του ιστορικού κομμουνισμού, στην οποία οι Κόκκινες Ταξιαρχίες εξ ολοκλήρου περιλαμβάνονται.

Αυτή είναι ίσως και η σημαντικότερη συμβολή του Ένας αγρότης στη μητρόπολη προς τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, τόσο τον στρατευμένο όσο επίσης και στον μελετητή που δουλεύει πάνω στο υλικό της ιστορίας. Οι Brigate Rosse ήταν μια επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση. Γεννήθηκαν μέσα στην εργατική τάξη, με τον διακηρυγμένο στόχο να βρούν ένα δρόμο για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί μεταπολεμικά από τον καπιταλισμό και την παγκόσμια συνθήκη. Βρέθηκαν αντιμέτωπες και αποπειράθηκαν να επιλύσουν τα κλασσικά προβλήματα του επαναστατικού μαρξισμού. Αναγκαστικά έπρεπε να εφεύρουν, αλλά το έκαναν μέσα σ’ ένα αυλάκι μακρύτερο και πλατύτερο από τη δική τους εμπειρία. Έγραψαν και θεωρητικοποίησαν, η σκέψη τους όμως συνδεόταν με μια διεθνή συζήτηση που εκτεινόταν πολύ πιο πέρα από τα ιταλικά σύνορα, στοχεύοντας στην επανεκκίνηση των ζητημάτων του λενινισμού μέσα στη χώρα της Κόκκινης Διετίας, της αντιφασιστικής Αντίστασης, του φοιτητικού Εξήντα Οκτώ και του εργατικού Εξήντα Εννιά.

Δεν ήταν ένα εύκολο καθήκον και το βιβλίο του Πρόσπερο Γκαλινάρι προσφέρει πολλά ερεθίσματα ώστε να γίνουν αντιληπτά τόσο τα προσόντα όσο και τα όρια των Κόκκινων Ταξιαρχιών. Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας δεν επιζητεί εκπτώσεις. Δεν παριστάνει τον σκληρό. Ούτε καν φορτώνει τις ευθύνες στην εποχή, τις ιδεολογίες και την μέγκενη του Χίλια Εννιακόσια που βρισκόταν παγιδευμένο μέσα στα απολυτοποιημένα καθήκοντα. Απλούστατα, ο Γκαλινάρι καταθέτει την υπερηφάνεια της ισχύος και της ενότητας, τη θλίψη για τους διαιρέσεις και τις διασπάσεις, τις ερωτήσεις που μια συλλογική ιστορία έθεσε στον ίδιο της τον εαυτό, αφήνοντας αυτές για κληρονομία στις επόμενες γενιές.

Εν τέλει, δεν δικαιούμαστε να θρέφουμε αυταπάτες. Θ’ ακούσουμε και πάλι να λένε ότι ο Πρόσπερο ήταν μονάχα ένας δολοφόνος, μην έχοντας εύκολες απαντήσεις, αφού σίγουρα εκείνος χρησιμοποίησε τη βία ενάντια σ’ εκείνον που θεωρούσε εχθρό του δικού του κόσμου. Θα διαβάσουμε μέχρι αηδίας ότι ενσάρκωσε το πρότυπο του φανατικού στρατευμένου και δεν θα ξεγελαστούμε, αφού εκείνος είχε απαρνηθεί αναμφίβολα τη βολική τελειότητα των αμερόληπτων ψυχών.

Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτόν τον κόσμο τον φτιαγμένο από καταπίεση και πόνο, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι από μικρό παιδί πήρε κατά γράμμα τον κομμουνισμό, και τουλάχιστον άφησε το δάγκωμα των δοντιών του πάνω στο χέρι που μας βαράει εδώ και αιώνες. Είναι ένα καύχημα του προλεταριάτου που ξέρει να βγάζει τέτοια άτομα, αφού είναι σ’ αυτούς τους απαραίτητους, όπως τους έλεγε ο Μπρεχτ, που εναπόκειται η πιθανότητα μια μέρα να ξεπεραστούν τα σύνορα της αστικής κοινωνίας.

Γενάρης 2023
Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες του Πρόσπερο

ΕΝΑΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Γι’ αυτή τη ρωμαϊκή βραδιά “μεταξύ παρελθόντος και παρόντος”, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Πρόσπερο Γκαλινάρι, για την παρουσίαση της νέας έκδοσης της βιογραφίας του “αγρότη στη μητρόπολη”, μεταφράσαμε στα ιταλικά αυτό το κείμενο που γράφτηκε το 2013 από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΒΙΔΑ για την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού (15ο τεύχος. Aθήνα. Aπρίλης 2013).

Μαζί με το κείμενο στέλνουμε και τους θερμούς χαιρετισμούς σ’ όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, όλους τους άνδρες και τις γυναίκες στην Ιταλία που συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται ενάντια σ’ αυτόν το κόσμο τον φτιαγμένο από καταπίεση και εκμετάλλευση, πόλεμο, εξαθλίωση και θάνατο, ενάντια σ’ αυτό το κεφαλαιο-κρατικό-ιμπεριαλιστικό κτήνος που ρουφάει τις ζωές μας, ενάντια στο οποίο αυτός ο κομμουνιστής από την Εμίλια, σ’ όλη τη ζωή του, πολέμησε και αγωνίστηκε.

Από την αθηναϊκή μητρόπολη, σας χαιρετίζουμε με σφιγμένη τη γροθιά, εκφράζοντας την αμέριστη αλληλεγγύη μας στον αναρχικό σύντροφο Alfredo Cospito που μέσα από τη φυλακή μάχεται για τη ζωή ενάντια στο θάνατο, με το έσχατο όπλο στη διάθεση του, και σ’ όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και κρατούμενες, σ’ όλους τους φυλακισμένους και τις φυλακισμένες που αγωνίζονται μέσα στις ιταλικές φυλακές.

Όπως είχε γραφτεί και διαβαστεί κι εκείνη τη χειμωνιάτικη ημέρα, δέκα χρόνια πριν στο Coviolo, από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που μοιράστηκαν με τον Πρόσπερο τον πολιτικό αγώνα των Κόκκινων Ταξιαρχιών και τον εγκλεισμό στις ειδικές φυλακές:

Τέλος μιας ιστορίας. Η Ιστορία συνεχίζεται…

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Γενάρης 2023.

ΠΡΟΣΠΕΡΟ ΓΚΑΛΙΝΑΡΙ: ΠΑΡΩΝ!

Στις 14 Γενάρη 2013 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 62 χρόνων, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι, κομμουνιστής μαχητής και μέλος του “ιστορικού πυρήνα” των Κόκκινων Ταξιαρχιών. Η διαδρομή του σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο τη διαδρομή του επαναστατικού κινήματος στην Ιταλία, των χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών που δόθηκαν ολόψυχα και με ανιδιοτέλεια στον Αγώνα για την Επανάσταση και τον Κομμουνισμό.

Γεννημένος την πρωτοχρονιά του 1951 στην “κόκκινη” Ρέτζιο Εμίλια από μια κομμουνιστική οικογένεια χωρικών, από πολύ μικρή ηλικία θα γίνει μέλος της νεολαίας του ΙΚΚ (PCI). To 1968 δεν θ’ ανανεώσει την κάρτα μέλους. Είναι η εποχή που “το μεγαλύτερο Κ.Κ της δυτικής Ευρώπης” θα συνθηκολογήσει πλέον ολοφάνερα με το αστικό καθεστώς και θ’ αρχίσει να διαμορφώνει τη ρεβιζιονιστική γραμμή του “ιστορικού συμβιβασμού” και του “ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό”. Είναι η εποχή που χιλιάδες προλετάριοι θα επιλέξουν την εναντίωση σ’ αυτή την γραμμή και θ’ αποπειραθούν τη έφοδο στον ουρανό. Είναι η εποχή που το Κόμμα πρόσταζε “θυσίες για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας” και το Κίνημα απαντούσε: “Τι θέλουμε; Τα θέλουμε όλα!”. Μέσα σ’ αυτο το συγκρουσιακό κλίμα ο Πρόσπερο, ο νεαρός “χωρικός στη Μητρόπολη” θα ενταχθεί στην Μητροπολιτική Πολιτική Συλλογικότητα (CPM) του Μιλάνου και από εκεί μαζί με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του θα σχηματίσουν τις πρώτες Κόκκινες Ταξιαρχίες.

Η πορεία του θα δεθεί άρρηκτα με την ιστορία της οργάνωσης. Θα συλληφθεί το 1974 στο Τορίνο, θα δηλώσει πολιτικός κρατούμενος και το Γενάρη του 1977 θα καταφέρει ν’ αποδράσει από τις φυλακές του Τρεβίζο. Το 1978 θα λάβει μέρος στην επιχείρηση της απαγωγής του Άλντο Μόρο και τα καθεστωτικά ΜΜΕ θα τον σκιαγραφήσουν για χρόνια ως τον “εκτελεστή του χριστιανοδημοκράτη ηγέτη”, μια κατηγορία την οποίο ο ίδιος ουδέποτε ούτε θ’ αρνηθεί ούτε θα επιβεβαιώσει. Θα συλληφθεί και πάλι το Σεπτέμβρη του 1979 στη Ρώμη, μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών βαριά τραυματισμένος. Κατά τη διάρκεια της πολυετούς κράτησης του στις φυλακές υψίστης ασφαλείας, όπου ούτε θα “μετανοήσει” ούτε θα “διαχωριστεί”, θα υποστεί πολλαπλά καρδιακά εμφράγματα. Το 1984 όντας κρατούμενος θα γράψει μαζί με τους Αντόνι Κόι, Μπρούνο Σεγκέτι και Φραντσέσκο Πιτσιόνι το βιβλίο “Πολιτική και Επανάσταση”, ένα πυκνό έργο που θ’ αποτελέσει τη θεωρητική βάση αυτού που θα οριστεί σχηματικά ως δεύτερη θέση των Κόκκινων Ταξιαρχιών – Μαχόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος (BR-PCC) και θα οδηγήσει στο σχηματισμό της Ένωσης Μαχόμενων Κομμουνιστών (BR-UCC).

To 1996, η ιταλική αστική δικαιοσύνη διέκοψε την ποινή του για λόγους υγείας, φοβούμενη το κόστος του θανάτου του μέσα στις φυλακές, ενώ λίγο καιρό αργότερα και ως το τέλος της ζωής του θα τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό με τη δυνατότητα μετακίνησης του αποκλειστικά για λόγους εργασίας. Ουσιαστικά, 34 χρόνια μετά τη σύλληψη του εξακολουθούσε να ζει σε καθεστώς ομηρίας. Οι παρεμβάσεις μνήμης που έγιναν σε διάφορες γωνιές της ιταλικές επικράτειας μετά το θάνατο του, και η κηδεία του που πραγματοποιήθηκε στις 19 Γενάρη 2013 στο χωριό του Κοβιόλο με την παρουσία εκατοντάδων συντρόφων και συντροφισσών σήκωσε ένα τρομολαγνικό κουρνιαχτό από πλευράς των καθεστωτικών ΜΜΕ και των αστών δημοσιολόγων που μίλησαν “για τη νεκρανάσταση του κλίματος των μολυβένιων χρόνων” και για τους “κινδύνους που προκύπτουν από την εξιδανίκευση της εικόνας ενός τρομοκράτη”. Μια απτή απόδειξη του φόβου που σπέρνει στην αστική τάξη και τα κράτη της η φιγούρα ενός προλετάριου, ενός κομμουνιστή, ενός επαναστάτη, ακόμα και νεκρού…

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, χειμώνας 2013.

Πηγή: Προλεταριακή Πρωτοβουλία